- οπαλίνα
- ηείδος παράσιτου που ζει στον εντερικό σωλήνα του βατράχου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπαλίνα — η 1. αδιαφανρωματιστό, από το οποίο κατασκευάζονται διάές συνήθως γυαλί ή κρύσταλλο, λευκό ή χφορα διακοσμητικά αντικείμενα 2. διαφανές και λεπτοΰφαντο γαλακτόχρωμο ύφασμα με ιριδισμούς, που χρησιμοποιείται για κουρτίνες κ.α. 3. ζωολ. α) τυπικό… … Dictionary of Greek